- κοναβιζω
- κοναβίζωHom. = κοναβέω См. κοναβεω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοναβίζω — pres subj act 1st sg κοναβίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοναβίζω — (Α) κοναβώ* … Dictionary of Greek
κοναβίζετε — κοναβίζω pres imperat act 2nd pl κοναβίζω pres ind act 2nd pl κοναβίζω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοναβίζει — κοναβίζω pres ind mp 2nd sg κοναβίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονάβιζε — κοναβίζω pres imperat act 2nd sg κοναβίζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοναβίζειν — κοναβίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοναβίξειν — κοναβίζω fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονάβιζεν — κοναβίζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)